χιλιόομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χιλιόομαι < χίλιοι

χιλιόομαι

  • υποχρεούμαι στην καταβολή χρηματικής ποινής χιλίων δραχμών