χιονίστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χιονίστρα θηλυκό
- πρήξιμο ή παρόμοιος ερεθισμός στα άκρα, στη μύτη ή στα αυτιά που προκλήθηκε από πολύ χαμηλή θερμοκρασία
Σημειώσεις
[επεξεργασία]Το ουσιαστικό αυτό χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό.