χιονόφερτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /çoˈno.feɾ.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νό‐φερ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]χιονόφερτος, -η, -ο
- που έρχεται με το χιόνι
- ※ Ἀδύνατο νὰ φανταστώ τὴν Πόλη μὲ περισσότερη ὀμορφιά. Κατάλευκη, σιγαλή, ἔμοιαζε σὰ χώρα μαγεμένη, σὰν ὄνειρο χιονόφερτο ποὺ τὸ ξεσκέπασε γιὰ μιὰν ὥρα ὁ βοριὰς μὲς ἀπὸ τὸ κρυσταλλωμένο σάβανο ποὺ τὸ εἶχε τυλίξει.
- Έρμονας, Γράμματα από την Αθήνα, Νουμάς, τεύχος 181, 15 Ιανουαρίου 1906, σελ. 2
- ※ Ἀδύνατο νὰ φανταστώ τὴν Πόλη μὲ περισσότερη ὀμορφιά. Κατάλευκη, σιγαλή, ἔμοιαζε σὰ χώρα μαγεμένη, σὰν ὄνειρο χιονόφερτο ποὺ τὸ ξεσκέπασε γιὰ μιὰν ὥρα ὁ βοριὰς μὲς ἀπὸ τὸ κρυσταλλωμένο σάβανο ποὺ τὸ εἶχε τυλίξει.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χιονόφερτος
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χιονόφερτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)