χιουζινέ σούκο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τσακωνικά (tsd)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χιουζινέ σούκο < → λείπει η ετυμολογία
Έκφραση
[επεξεργασία]χιουζινέ σούκο
- (μεταφορικά) χοιρινό μούτρο, αναισθησία, χωρίς ευθιξία
Πηγές
[επεξεργασία]- χιουρινέ - σελ.350.jpg, τόμ.3 - Κωστάκης, Θανάσης Π. Λεξικό της τσακωνικής διαλέκτου. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών, τόμοι Α', Β' 1986, τόμος Γ' 1987), Τόμος 3ος@academyofathens