χοάνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χοάνη οι χοάνες
      γενική της χοάνης των χοανών
    αιτιατική τη χοάνη τις χοάνες
     κλητική χοάνη χοάνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοάνη < αρχαία ελληνική χοάνη < χέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xoˈa.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χο‐ά‐νη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοάνη θηλυκό

  1. κατασκευή σε σχήμα χωνιού
  2. κατασκευή σε σχήμα χωνιού που χρησιμεύει για την τήξη μετάλλων ή την θέρμανση άλλων υλικών
     συνώνυμα: χωνευτήρι
  3. χωνί
  4. (ανατομία) σωματική κοιλότητα με παρόμοιο σχήμα
  5. (μεταφορικά) μέρος όπου συγχωνεύονται και αλληλεπιδρούν διαφορετικές καταστάσεις, συνθήκες, αντιλήψεις κ.λπ.

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χοάνη < χέω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χοάνη θηλυκό (συνηρημένο χώνη και χῶνος για το χόανος)

  1. χωνευτήριο μετάλλων
  2. χωνί

Ταυτόσημο

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]