χουφτώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χουφτώνω < χούφτα + -ώνω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xuˈfto.no/

χουφτώνω

  1. αγγίζω (σεξουαλικά), ιδίως με ολόκληρη τη χούφτα μου
  2. (μεταφορικά) κλέβω

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]