χούγια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]χούγια ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούι
- άλλη μορφή : χούια
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του χούγι