χρυσωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χρυσωτής | οι | χρυσωτές |
γενική | του | χρυσωτή | των | χρυσωτών |
αιτιατική | τον | χρυσωτή | τους | χρυσωτές |
κλητική | χρυσωτή | χρυσωτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρυσωτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρυσωτής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρυσωτής
|