χρύσωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χρύσωση | οι | χρυσώσεις |
γενική | της | χρύσωσης* | των | χρυσώσεων |
αιτιατική | τη | χρύσωση | τις | χρυσώσεις |
κλητική | χρύσωση | χρυσώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χρυσώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χρύσωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χρύσωση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χρύσωση
|