χτίσιμο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χτίσιμο < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κτίσιμον με ανομοίωση άρθρωσης [kt] > [xt]. Συγχρονικά αναλύεται σε χτίζω (θέμα αορίστου: χτισ) + -ιμο. Συγκρίνετε με το κτίσιμο. [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈxti.si.mo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χτί‐σι‐μο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χτίσιμο ουδέτερο
- η ενέργεια του χτίζω
- ↪ το χτίσιμο του σπιτιού
- ≈ συνώνυμα: κατασκευή, οικοδόμηση, ανέγερση
- (μπόντι μπίλντινγκ) η προσπάθεια για την αύξηση της μυϊκής μάζας και την ανάδειξη των μυών ενός καλογυμνασμένου σώματος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χτίσιμο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χτίσιμο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δέσιμο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιμο (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)