χυτευτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χυτευτής | οι | χυτευτές |
γενική | του | χυτευτή | των | χυτευτών |
αιτιατική | τον | χυτευτή | τους | χυτευτές |
κλητική | χυτευτή | χυτευτές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χυτευτής < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χυτευτής αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χυτευτής
|