χόλιασμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χόλιασμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χόλιασμα ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χόλιασμα
|
χόλιασμα ουδέτερο
|