χύτευση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χύτευση | οι | χυτεύσεις |
γενική | της | χύτευσης* | των | χυτεύσεων |
αιτιατική | τη | χύτευση | τις | χυτεύσεις |
κλητική | χύτευση | χυτεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χυτεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χύτευση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χύτευση θηλυκό
- (μεταλλουργία, λόγιο) διαδικασία παραγωγής αντικειμένων με έγχυση λιωμένου υλικού σε καλούπι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χυτεύω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χύτευση
|
Πηγές
[επεξεργασία]- χύτευση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- χύτευση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας