χώννυμι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

χώννυμι < χόω

χώννυμι (& χωννύω· μεταγενέστεροι τύποι του χόω)