ψαλιδώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ψαλιδίζω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψαλιδώνω < ψαλίδα

ψαλιδώνω

  1. σχηματίζω αψίδα
  2. τραυματίζω κάποιον με ψαλίδι


Μεταφράσεις

[επεξεργασία]