ψαλτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]ψαλτά < ψαλτός + -α < αρχαία ελληνική ψαλτός < ψάλλω
Επίρρημα
[επεξεργασία]ψαλτά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψαλτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]ψαλτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ψαλτό