ψεκάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψεκάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψεκάζω (ψιχαλίζω) < αρχαία ελληνική ψακάζω < ψακάς (σταγόνα ψιλής βροχής)

ψεκάζω, αόρ.: ψέκασα, παθ.φωνή: ψεκάζομαι, π.αόρ.: ψεκάστηκα, μτχ.π.π.: ψεκασμένος

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]