ψευδαίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψευδαίσθηση οι ψευδαισθήσεις
      γενική της ψευδαίσθησης* των ψευδαισθήσεων
    αιτιατική την ψευδαίσθηση τις ψευδαισθήσεις
     κλητική ψευδαίσθηση ψευδαισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδαισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψευδαίσθηση < ψευδο- + αίσθηση κατά το παραίσθησις

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pseˈvðe.sθi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψευδαίσθηση θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]