ψευδαίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψευδαίσθηση | οι | ψευδαισθήσεις |
γενική | της | ψευδαίσθησης* | των | ψευδαισθήσεων |
αιτιατική | την | ψευδαίσθηση | τις | ψευδαισθήσεις |
κλητική | ψευδαίσθηση | ψευδαισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψευδαισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψευδαίσθηση < ψευδο- + αίσθηση κατά το παραίσθησις
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pseˈvðe.sθi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδαίσθηση θηλυκό
- (ψυχιατρική) η αισθητηριακή αντίληψη ενός πράγματος που δεν υπάρχει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψευδαίσθηση
|