ψευδοσύνοδος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ψευδοσύνοδος θηλυκό
- άτυπη σύνοδος
- σύνοδος μη αναγνωρισμένη από όλα τα μέλη
- σύνοδος αιρετικών