ψηλοκρεμαστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ψηλοκρεμαστός, -ή, -ό
- (αθλητισμός) που ρίχνεται ψηλά σαν να επρόκειτο να κρεμαστεί κάπου
- ψηλοκρεμαστό σουτ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψηλοκρεμαστός
|