ψιλέ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Κλιτικός τύπος επιθέτου

[επεξεργασία]

ψιλέ



Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
ψιλέ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ψιλός

Επίθετο

[επεξεργασία]

ψιλέ

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
ψιλέ < κληρονομημένο από τη δωρική διάλεκτο ὀπτίλος (αρχαία ελληνική ὀφθαλμός)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψιλέ αρσενικό

  1. (ανθρώπινο σώμα) το μάτι
  2. η όραση
  3. το βλέμμα, η ματιά
  4. η βασκανία, το «μάτι»
  5. μη ανεπτυγμένος βλαστός, μάτι
  6. σημάδι αναγνώρισης
  7. θηλιά σε πλεχτό, δίχτυ, κάλτσα
  8. το πιεστήριο λιοτριβιού
  9. τζάμι παραθύρου

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Κλιτικοί τύποι

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]