ψιλοδουλεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιλοδουλεύω < ψιλο- + δουλεύω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.lo.ðuˈle.vo/

ψιλοδουλεύω

  1. (μεταβατικό) επεξεργάζομαι κάτι δίνοντας πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες
  2. (αμετάβατο) εργάζομαι περιστασιακά κι όχι μόνιμα
  3. (μεταβατικό) δουλεύω ελαφρά κάποιον, τον πειράζω χωρίς κακία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]