ψιλοκόβω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιλοκόβω < ψιλός + κόβω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /psi.loˈko.vo/

ψιλοκόβω

θα ψιλοκόψεις το κρεμμύδι για τη σαλάτα;

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]