ψιτ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψιτ < (ηχομιμητική λέξη)

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

ψιτ (λαϊκότροπο)

  1. χρησιμοποιείται ως κλητικό επιφώνημα, προκειμένου να φωνάξουμε κάποιον
    έι, ψιτ, για έλα εδώ!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]