ψυχανάλυση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχανάλυση οι ψυχαναλύσεις
      γενική της ψυχανάλυσης* των ψυχαναλύσεων
    αιτιατική την ψυχανάλυση τις ψυχαναλύσεις
     κλητική ψυχανάλυση ψυχαναλύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψυχαναλύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ψυχανάλυση < ψυχαναλύω < ψυχή + αναλύω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ψυχανάλυση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]