ψυχεδελικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ψυχεδελικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychedelic < αρχαία ελληνική ψυχή + δῆλος
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈkos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈci/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈko/ ουδέτερο
Επίθετο
[επεξεργασία]ψυχεδελικός, -ή, -ό
- που σχετίζεται με την ψυχεδέλεια
- που βρίσκεται σε κατάσταση ψυχεδέλειας
- (για ουσία) που επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και θεωρείται ότι προκαλεί ψυχοσωματικές αντιδράσεις
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ψυχεδελικός