авокадо
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αζεριανά (az)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]авокадо (az)
- το αβοκάντο
Κλίση
[επεξεργασία]κλίση του авокадо
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | авокадо | авокадолар |
αιτιατική | авокадону | авокадолары |
δοτική | авокадоја | авокадолара |
τοπική | авокадода | авокадоларда |
αφαιρετική | авокадодан | авокадолардан |
γενική | авокадонун | авокадоларын |
Άλλες γραφές
[επεξεργασία]
Βουλγαρικά (bg)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]авокадо (bg) ουδέτερο
- το αβοκάντο