ауто-пут

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ауто-пут (sr) (λατινική γραφή: auto-put) αρσενικό