афекат

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

афекат (sr) (λατινική γραφή: afekat) αρσενικό

  1. το πάθος
  2. η συγκίνηση