брат

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

брат < πρωτοσλαβική bratъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

брат (bg) αρσενικό

  1. ο αδελφός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

брат < πρωτοσλαβική bratъ

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

брат (ru) αρσενικό

  1. ο αδελφός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

брат < πρωτοσλαβική bratъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

брат (sr) αρσενικό

  1. ο αδελφός



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

брат < πρωτοσλαβική bratъ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

брат (mk) αρσενικό

  1. ο αδελφός