жаворонок

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈʐavərənək/


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

жаворонок (ru) (žavoronok) αρσενικό