мост

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мост (bg) αρσενικό

  1. η γέφυρα
    • κατασκευή που ενώνει δύο σημεία
    • προσθετικό κατασκεύασμα για το στόμα
    • γυμναστική άσκηση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мост (ru)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мост (sr) (λατινική γραφή: most)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

мост (mk) αρσενικό

  1. η γέφυρα