петрушка
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρωσικά (ru)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- петрушка < (άμεσο δάνειο) πολωνική pietruszka < τσεχική petržel + ρωσικό επίθημα -ушка < μέση άνω γερμανική petersîlje < λατινική petroselinum < αρχαία ελληνική πετροσέλινον (ο μαϊντανός)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]петрушка (ru) (petrúška) θηλυκό άψυχο
Αναφορές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα πολωνικά (ρωσικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πολωνικά (ρωσικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τσεχικά (ρωσικά)
- Λέξεις με επίθημα -ушка (ρωσικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (ρωσικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ρωσικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ρωσικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ρωσικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (ρωσικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Ρωσική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ρωσικά)
- Φυτά (ρωσικά)
- Λαχανικά (ρωσικά)