писмо

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

писмо (bg) ουδέτερο (pismó)


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

писмо (sr) (λατινική γραφή: pismo) ουδέτερο (pismo)