слово

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

слово < πρωτοσλαβική slovo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

слово (uk) ουδέτερο

  1. η λέξη



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

слово < πρωτοσλαβική slovo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

слово (ru) ουδέτερο

  1. η λέξη



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

слово < πρωτοσλαβική slovo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

слово (sr) (λατινική γραφή: slovo) ουδέτερο

  1. η λέξη



Ετυμολογία

[επεξεργασία]

слово < πρωτοσλαβική slovo

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

слово (mk) ουδέτερο

  1. η λέξη