сорок

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
сорок < αρχαία ανατολική σλαβική γλώσσα сорокъ (s o r ok ŭ) (μια δέσμη από 40 δέρματα, σαράντα). Παλιά εθεωρείτο δάνειο από τη μεσαιωνική ελληνική σαράκοντα, αλλά η ετυμολογία αυτή είναι προβληματική για φωνητικούς και σημασιολογικούς λόγους λόγους.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈsorək/
 

Αριθμητικό

[επεξεργασία]

сорок (ru) (sórok)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]