љупкост

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

љупкост (sr) (λατινική γραφή: ljupkost) θηλυκό

  1. η ευγένεια
  2. η τρυφερότητα

Συγγενικά

[επεξεργασία]