љутић
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]љутић (sr) αρσενικό (λατινική γραφή: ljutić)
- (φυτό, λουλούδι) η άγρια νεραγκούλα
Δείτε επίσης : Љутић |
љутић (sr) αρσενικό (λατινική γραφή: ljutić)