ἀγάρροος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]- ἀγάρροος, -ος, -ον, συνηρημένο ἀγάρρους, -ους, -ουν
- αυτός που έχει μεγάλη ροή
- αυτός που ρέει ρέει ορμητικά
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- στα αρχαία ελληνικά κείμενα αποδίδεται κυρίως ως χαρακτηρισμός του Ελλησπόντου