ἀγήρατος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγήρατος < α- (στερητικό) + γῆρας

Επίθετο

[επεξεργασία]

ἀγήρατος, -ος, -ον -

Συνώνυμα

[επεξεργασία]