ἀγαθούργημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἀγαθούργημα < εκ του ἀγαθοεργέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἀγαθούργημα ουδέτερο
- αγαθοεργία, η δραστηριότητα του αγαθοεργού