ἀγερώχως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγερώχως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀγέρωχ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀγερώχως (τροπικό επίρρημα), συγκριτικός: ἀγερωχότερον