ἀγηνόρειος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἀγηνόρειος < ἀγήνωρ
Επίθετο
[επεξεργασία]ἀγηνόρειος, -α, -ο
- αυτός που διάγει ως αγήνωρ, υπερήφανος
- ανδρείος, ηρωικός, μεγαλοπρεπής, πείσμων