ἀγκυροβολέω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγκυροβολέω < ἄγκυρα + βάλλω

ἀγκυροβολέω - ἀγκυροβολῶ (συνηρημένο)

  • αγκυροβολώ, σταθεροποιώ ένα πλωτό μέσο ρίχνοντας άγκυρα

Συγγενικά

[επεξεργασία]