ἀγωνιάω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγωνιάω < ἀγωνία < ἀγών < ἄγω

ἀγωνιάω - ἀγωνιῶ (συνηρημένο)

  1. αγωνίζομαι, προσπαθώ, δίνω αγώνα, αμιλλώμαι
  2. είμαι σε κατάσταση αγωνίας, ανησυχώ έντονα


Συγγενικά

[επεξεργασία]