ἀγωνοθέτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: αγωνοθέτης

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀγωνοθέτης < ἀγών + τίθημι

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἀγωνοθέτης αρσενικό

  • o κριτής ή προεδρεύων σε έναν αγώνα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  • Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883