ἀδαμαντωρυχεῖον
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἀδαμαντωρυχεῖον | τὰ | ἀδαμαντωρυχεῖα | ||||
γενική | τοῦ | ἀδαμαντωρυχείου | τῶν | ἀδαμαντωρυχείων | ||||
δοτική | τῷ | ἀδαμαντωρυχείῳ | τοῖς | ἀδαμαντωρυχείοις | ||||
αιτιατική | τὸ | ἀδαμαντωρυχεῖον | τὰ | ἀδαμαντωρυχεῖα | ||||
κλητική ὦ! | ἀδαμαντωρυχεῖον | ἀδαμαντωρυχεῖα | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ἀδαμαντωρυχεῖον ουδέτερο