ἀδιαλλάκτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: εὐδιαλλάκτως

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδιαλλάκτως (ελληνιστική κοινή) < ἀδιάλλακτ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀδιαλλάκτως