ἀδιαψεύστως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδιαψεύστως < ἀδιάψευστ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀδιαψεύστως