ἀδιδάκτως

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἀδιδάκτως (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀδίδακτ(ος) + -ως

Επίρρημα

[επεξεργασία]

ἀδιδάκτως (ελληνιστική κοινή)